λαβαροφόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /la.va.ɾoˈfo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐βα‐ρο‐φό‐ρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λαβαροφόρος αρσενικό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λαβαροφόρος
|