λαβυρινθικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λαβυρινθικός η λαβυρινθική το λαβυρινθικό
      γενική του λαβυρινθικού της λαβυρινθικής του λαβυρινθικού
    αιτιατική τον λαβυρινθικό τη λαβυρινθική το λαβυρινθικό
     κλητική λαβυρινθικέ λαβυρινθική λαβυρινθικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λαβυρινθικοί οι λαβυρινθικές τα λαβυρινθικά
      γενική των λαβυρινθικών των λαβυρινθικών των λαβυρινθικών
    αιτιατική τους λαβυρινθικούς τις λαβυρινθικές τα λαβυρινθικά
     κλητική λαβυρινθικοί λαβυρινθικές λαβυρινθικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λαβυρινθικός < λαβύρινθος + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

λαβυρινθικός, -ή, -ό

  1. (ιατρική) σχετικός με τον λαβύρινθο του αφτιού
    λαβυρινθικός ίλιγγος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]