λαβών

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: λαβῶν

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

λαβών θηλυκό



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική λαβών λαβοῦσ τὸ λαβόν
      γενική τοῦ λαβόντος τῆς λαβούσης τοῦ λαβόντος
      δοτική τῷ λαβόντ τῇ λαβούσ τῷ λαβόντ
    αιτιατική τὸν λαβόντ τὴν λαβούσᾰν τὸ λαβόν
     κλητική ! λαβών λαβοῦσ λαβόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ λαβόντες αἱ λαβοῦσαι τὰ λαβόντ
      γενική τῶν λαβόντων τῶν λαβουσῶν τῶν λαβόντων
      δοτική τοῖς λαβοῦσῐ(ν) ταῖς λαβούσαις τοῖς λαβοῦσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς λαβόντᾰς τὰς λαβούσᾱς τὰ λαβόντ
     κλητική ! λαβόντες λαβοῦσαι λαβόντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λαβόντε τὼ λαβούσ τὼ λαβόντε
      γεν-δοτ τοῖν λαβόντοιν τοῖν λαβούσαιν τοῖν λαβόντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'φυγών' όπως «φυγών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

λαβών, -οῦσα, -όν