λαγίσιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λαγίσιος η λαγίσια το λαγίσιο
      γενική του λαγίσιου της λαγίσιας του λαγίσιου
    αιτιατική τον λαγίσιο τη λαγίσια το λαγίσιο
     κλητική λαγίσιε λαγίσια λαγίσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λαγίσιοι οι λαγίσιες τα λαγίσια
      γενική των λαγίσιων των λαγίσιων των λαγίσιων
    αιτιατική τους λαγίσιους τις λαγίσιες τα λαγίσια
     κλητική λαγίσιοι λαγίσιες λαγίσια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

λαγίσιος < λαγ(ός) + -ίσιος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /laˈʝi.sços/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λα‐γί‐σιος

Επίθετο[επεξεργασία]

λαγίσιος, -α, -ο

  • (σπάνιο) όπως του λαγού, που θυμίζει λαγό
    ※  Άνθιμος Γαζής (1809-1916) Ανθίμου Γαζή Λεξικόν ελληνικόν προς χρήσιν των περί τους παλαιούς συγγραφείς ενασχολουμένων. Επιστασία και διορθώσει Σπυρίδωνος Βλαντή. Έκδοσις πρώτη. Εν Βενετία: Τύποις Μιχαήλ Γλυκύ του εξ Ιωαννίνων, Τόμοι 3. (Τόμος 2, 1812)
    ΣτΕ: ο Γαζής χρησιμοποιεί τη λέξη λαγίσιος σαν ερμήνευμα στα λήμματα αρχαίων ελληνικών λάγειος και λαγῷος
    λάγειος, ὁ, ἡ. (λαγός) ἀπὸ λαγὸν,[sic] λαγίσιος. (pdf@anemi)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

στα αρχαία ελληνικά:

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

λαγίσιος < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου λαγίσιος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λαγίσιος οι λαγίσιοι
      γενική του λαγίσιου των λαγίσιων
    αιτιατική τον λαγίσιο τους λαγίσιους
     κλητική λαγίσιε λαγίσιοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

λαγίσιος αρσενικό

  • (χορός) παραδοσιακός χορός όπως στη Θράκη με μίμηση του λαγού
    άλλες μορφές: λαΐσιος (ιδιωματικό)
    ※  Επετηρίς του Λαογραφικού Αρχείου, Τόμοι 13-14, Ακαδημία Αθηνών, 1960. @books.google
    Ο λαγίσιος τέλος είναι κωμικός ιδιότυπος χορός, όπου ένας χορευτής παριστάνει τόν λαγωόν και άλλος τον κυνηγόν [μεταγραφή από πολυτονικό]