λαγγεδοκικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λαγγεδοκικός < Λαγγεδόκ(η) (< γαλλική Languedoc) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
λαγγεδοκικός, -ή, -όν
- (καθαρεύουσα σπάνιο) που είναι από την περιοχή της Λαγγεδόκης (→ δείτε Λανγκντόκ ή Λανγκεντόκ) στη Γαλλία ή σχετίζεται με αυτήν
- ※ Ὁμοίας ἰδέας ἀποδίδει εἰς τὰς Γαλλίδας τοῦ Μομπελλιέ καὶ παλαιόν τι λαγγεδοκικὸν ᾆσμα […]
- sel.176, Τόμος Α΄ - Πολίτης, Νικόλαος, Παροιμίαι, Αθήνα: Τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου [Βιβλιοθήκη Μαρασλή], 1899, σ. 176)
- ※ Ὁμοίας ἰδέας ἀποδίδει εἰς τὰς Γαλλίδας τοῦ Μομπελλιέ καὶ παλαιόν τι λαγγεδοκικὸν ᾆσμα […]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λαγγεδοκικός