Μετάβαση στο περιεχόμενο

λαγοτόμαρο

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λαγοτόμαρο τα λαγοτόμαρα
      γενική του λαγοτόμαρου των λαγοτόμαρων
    αιτιατική το λαγοτόμαρο τα λαγοτόμαρα
     κλητική λαγοτόμαρο λαγοτόμαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
λαγοτόμαρο ιαπωνίας

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λαγοτόμαρο < λαγ(ός) + -ο- + τομάρι

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /la.ɣoˈto.ma.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λαγοτόμαρο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λαγοτόμαρο ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]