λαγουδέρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαγουδέρα οι λαγουδέρες
      γενική της λαγουδέρας των λαγουδέρων
    αιτιατική τη λαγουδέρα τις λαγουδέρες
     κλητική λαγουδέρα λαγουδέρες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λαγουδέρα < λαγούδι + -έρα < μεσαιωνική ελληνική λαγούδιν / λαγούδιον < λαγός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λαγουδέρα θηλυκό

  1. (παρωχημένο) ραβδί με το οποίο κυνηγούσαν άλλοτε τους λαγούς
  2. (ναυτικός όρος) μεταλλικό ή ξύλινο στέλεχος του πηδαλίου μιας βάρκας
    ※  Ο γέρος έβαλε τη λαγουδέρα ανάμεσα στις γάμπες του, άναψε το τσιγάρο του, και είπε: Είναι η ρεστία. Σαν πέσει ο αέρας δε γαληνεύει αμέσως η θάλασσα. Μένει κάμποσο ακόμα ταραγμένη. Χωρίς να το δείχνει στο μάτι (Τα νέα γράμματα, τόμ. 2, 1936, σελ. 284)
     συνώνυμα: δοιάκι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]