λαγουδέρα
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | λαγουδέρα | λαγουδέρες |
γενική | λαγουδέρας | λαγουδέρων |
αιτιατική | λαγουδέρα | λαγουδέρες |
κλητική | λαγουδέρα | λαγουδέρες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λαγουδέρα θηλυκό
- (παρωχημένο) ραβδί με το οποίο κυνηγούσαν άλλοτε τους λαγούς
- (ναυτικός όρος) μεταλλικό ή ξύλινο στέλεχος του πηδαλίου μιας βάρκας
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη: λαγός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
(ναυτικός όρος)
|