λαγουδέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λαγουδέρα < λαγούδι + -έρα < μεσαιωνική ελληνική λαγούδιν / λαγούδιον < λαγός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λαγουδέρα θηλυκό
- (παρωχημένο) ραβδί με το οποίο κυνηγούσαν άλλοτε τους λαγούς
- (ναυτικός όρος) μεταλλικό ή ξύλινο στέλεχος του πηδαλίου μιας βάρκας
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη λαγός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
(ναυτικός όρος)
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)