λαδάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λαδάκι τα λαδάκια
      γενική
    αιτιατική το λαδάκι τα λαδάκια
     κλητική λαδάκι λαδάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λαδάκι < λάδι + κατάληξη υποκοριστικού -άκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λαδάκι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]