λαδί
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λαδί < λάδι
Επίθετο[επεξεργασία]
λαδί ( αρσενικό ο λαδής, θηλυκό η λαδιά)
- το χρώμα του λαδιού, το κιτρινοπράσινο
-
- έχει λαδί παντελόνι και λαδιά γραβάτα, αλλά δεν βρίσκει κάλτσες που να ταιριάζουν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λαδί