λαδανιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: λαγάνια, λαγάνα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαδανιά οι λαδανιές
      γενική της λαδανιάς των λαδανιών
    αιτιατική τη λαδανιά τις λαδανιές
     κλητική λαδανιά λαδανιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Cistus salviifolius, η λαδανιά.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λαδανιά < λάδαν(ο) + -ιά[1] < αρχαία ελληνική λάδανον / λήδανον (κόμμι του φυτού λάδανο) + -ιά < λῆδον

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /la.ðaˈɲa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λα‐δα‐νιά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λαδανιά θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Υπερώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .