λαδεμπόριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λαδεμπόριο ουδέτερο
- (οικονομία): γενικά το εμπόριο λαδιών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λαδεμπόριο
|