Μετάβαση στο περιεχόμενο

λαδερό

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λαδερό τα λαδερά
      γενική του λαδερού των λαδερών
    αιτιατική το λαδερό τα λαδερά
     κλητική λαδερό λαδερά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λαδερό < λαδερός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λαδερό ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]


Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

λαδερό