λαδιού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /laˈðʝu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λα‐διού

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

λαδιού

  1. γενική ενικού του λαδής, αρσενικό
    άλλες μορφές: του λαδή
  2. γενική ενικού του λαδί, ουδέτερο του λαδής
    άλλες μορφές: του λαδί

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

λαδιού ουδέτερο