λαδομπογιά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λαδομπογιά | οι | λαδομπογιές |
γενική | της | λαδομπογιάς | των | λαδομπογιών |
αιτιατική | τη | λαδομπογιά | τις | λαδομπογιές |
κλητική | λαδομπογιά | λαδομπογιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λαδομπογιά θηλυκό
- μπογιά που την παρασκευάζουμε με διάφορα έλαια και χρωστικές προσμείξεις
- ζωγραφικό έργο που δημιουργείται με την παραπάνω μπογιά
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- λαδομπογιατίζω
- → δείτε τις λέξεις λάδι και μπογιά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα λαδο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)