λαδομπογιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαδομπογιά οι λαδομπογιές
      γενική της λαδομπογιάς των λαδομπογιών
    αιτιατική τη λαδομπογιά τις λαδομπογιές
     κλητική λαδομπογιά λαδομπογιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λαδομπογιά < λαδο- + μπογιά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λαδομπογιά θηλυκό

  1. μπογιά που την παρασκευάζουμε με διάφορα έλαια και χρωστικές προσμείξεις
  2. ζωγραφικό έργο που δημιουργείται με την παραπάνω μπογιά

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]