λαζαρούδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λαζαρούδι τα λαζαρούδια
      γενική
    αιτιατική το λαζαρούδι τα λαζαρούδια
     κλητική λαζαρούδι λαζαρούδια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λαζαρούδι < Λάζαρος + υποκοριστικό επίθημα -ούδι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λαζαρούδι ουδέτερο

  1. (λαογραφία) ειδικό ψωμάκι πλασμένο σε σχήμα ανθρώπου, που φτιάχνεται το Σάββατο του Λαζάρου
    Ακόμη, για την ψυχή του Λαζάρου, οι γυναίκες στη Σκύρο και την Κω ζύμωναν το πρωί του Σαββάτου ψωμάκια -τους «λαζάρηδες», τα «λαζαρούδια» ή και «λαζαράκια»- τα οποία ήταν πλασμένα σε σχήμα ανθρώπου και είχαν μέσα στην ζύμη τους μέλι ή καρύδια ή σταφίδες, ανάλογα με το προϊόν του κάθε τόπου. Σύμφωνα με το έθιμο, όποιος δεν έπλαθε τα «λαζαράκια» δεν θα χόρταινε ψωμί. Μάλιστα, στην Κω συνηθιζόταν οι αρραβωνιασμένες κοπέλες να φτιάχνουν ένα «λαζαράκι» σε μέγεθος βρέφους, το οποίο γέμιζαν με καλούδια για να το στείλουν στον αρραβωνιαστικό τους. (*)
  2. (λαογραφία) παιδί που τριγυρίζει για να πει σε σπίτια ειδικό τραγούδι για τον Λάζαρο
    Το να μη δεχτείς τα Λαζαρούδια, μια φορά το χρόνο που γυρίζουν για να μολογήσουν τα θαύματα του Χριστού, είναι κρίμα απ’ το Θεό, σχεδόν αμαρτία και πάντως γρουσουζιά. (Γιώργος Κοτζιούλας, τα λαζαρούδια)
  3. (μεταφορικά) (κατ’ επέκταση) (παρωχημένο) άπειρος, άνθρωπος χωρίς πείρα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]