Μετάβαση στο περιεχόμενο

λαθραπόβαση

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαθραπόβαση οι λαθραποβάσεις
      γενική της λαθραπόβασης* των λαθραποβάσεων
    αιτιατική τη λαθραπόβαση τις λαθραποβάσεις
     κλητική λαθραπόβαση λαθραποβάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, λαθραποβάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λαθραπόβαση < λαθρ- + απόβαση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λαθραπόβαση θηλυκό

  • παράνομη αποβίβαση από πλοίο επιβατών χωρίς άδεια

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]