λαθροδιακίνηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαθροδιακίνηση οι λαθροδιακινήσεις
      γενική της λαθροδιακίνησης των λαθροδιακινήσεων
    αιτιατική τη λαθροδιακίνηση τις λαθροδιακινήσεις
     κλητική λαθροδιακίνηση λαθροδιακινήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λαθροδιακίνηση < λαθρο- + διακίνηση

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /la.θɾo.ði̯aˈci.ni.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λα‐θρο‐δι‐α‐κί‐νη‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λαθροδιακίνηση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr