λαθρόβιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
λαθρόβιος, -α, -ο
- που ζει χωρίς να γίνεται αντιληπτός από τους άλλους, που ζει και ενεργεί κρυφά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λαθρόβιος
|