Μετάβαση στο περιεχόμενο

λαιμαργία

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαιμαργία οι λαιμαργίες
      γενική της λαιμαργίας
    αιτιατική τη λαιμαργία τις λαιμαργίες
     κλητική λαιμαργία λαιμαργίες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λαιμαργία < αρχαία ελληνική λαιμαργία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λαιμαργία θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λαιμαργία < λαίμαργος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λαιμαργία θηλυκό

  1. η λαιμαργία