λαιμουδιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λαιμουδιά | οι | λαιμουδιές |
γενική | της | λαιμουδιάς | των | λαιμουδιών |
αιτιατική | τη | λαιμουδιά | τις | λαιμουδιές |
κλητική | λαιμουδιά | λαιμουδιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λαιμουδιά < λαιμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λαιμουδιά θηλυκό
- λαιμόκοψη ρούχου
- λαιμόκοψη ως ξεχωριστό κολάρο για το κρύο• είδος κασκόλ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λαιμουδιά
|