λαιμόλειρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λαιμόλειρο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λαιμόλειρο ουδέτερο

  • (ορνιθολογία) δέρμα στο λαιμό κάποιων πτηνών, ανενεργός ή ενεργός αντηχητικός αερόσακος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]