λαιμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
αρσενικό | αρσενικό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο | λαιμός | οι | λαιμοί | τα | λαιμά |
γενική | του | λαιμού | των | λαιμών | των | λαιμών |
αιτιατική | τον | λαιμό | τους | λαιμούς | τα | λαιμά |
κλητική | λαιμέ | λαιμοί | λαιμά | |||
Ο δεύτερος πληθυντικός, σε οικείο ύφος. | ||||||
όπως «δεσμός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λαιμός < αρχαία ελληνική λαιμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λαιμός αρσενικό
- (ανατομία) μέρος του σώματος που συνδέει το κεφάλι με το κυρίως σώμα
- (ειδικότερα) το μπροστινό εσωτερικό μέρος του τμήματος αυτού που περιλαμβάνει το λάρυγγα και τον φάρυγγα
- (συνεκδοχικά) το τμήμα οποιουδήποτε ρούχου που βρίσκεται στην περιοχή γύρω από το λαιμό ή στην άκρη του
- (συνεκδοχικά) οτιδήποτε μοιάζει με λαιμό, το τμήμα οποιουδήποτε αντικειμένου στο σημείο που στενεύει και βρίσκεται κοντά στη μία άκρη του
- (ναυτικός όρος) ισθμός μικρής χερσονήσου, το πάνω άκρο της στήλης ιστού των ιστιοφόρων
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τμήμα του σώματος
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | λαιμός | λαιμώ | λαιμοί |
Γενική | λαιμοῦ | λαιμοῖν | λαιμῶν |
Δοτική | λαιμῷ | λαιμοῖν | λαιμοῖς |
Αιτιατική | λαιμόν | λαιμώ | λαιμούς |
Κλητική | λαιμέ | λαιμώ | λαιμοί |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
λαιμός < αβέβαιης ετυμολογίας, πιθανόν από τη λέξη λαῖτμα (βυθός, χάσμα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λαιμός αρσενικό
Επίθετο[επεξεργασία]
λαιμός, ή, όν
Πηγές[επεξεργασία]
- λαιμός στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «λαιμός» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δεσμός'
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ανώμαλα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με άγνωστη ετυμολογία (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Ανατομία (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Ανθρώπινο σώμα (ελληνικά)