λακεδάμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λακεδάμα < άγνωστης ετυμολογίας, πιθανόν ξένη λέξη που εξελληνίσθηκε

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λακεδάμα ουδέτερο

  • το αλμυρό νερό που κατά τον Ησύχιο έπιναν οι Μακεδόνες αγρότες (έβαζαν αλάτι στο νερό)

Συγγενικά[επεξεργασία]