λαλίστατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λαλίστατος < αρχαία ελληνική, υπερθετικός βαθμός του λάλος
Επίθετο
[επεξεργασία]λαλίστατος, -η, -ο
- πάρα πολύ ομιλητικός