λαλοπάθεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λαλοπάθεια θηλυκό
- (σπάνιο) (παρωχημένο) (ιατρική) δυσχέρεια, διαταραχή στο λόγο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λαλοπάθεια
|