λαμπαδηδρόμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η λαμπαδηδρόμος οι λαμπαδηδρόμοι
      γενική του/της λαμπαδηδρόμου των λαμπαδηδρόμων
    αιτιατική τον/τη λαμπαδηδρόμο τους/τις λαμπαδηδρόμους
     κλητική λαμπαδηδρόμε λαμπαδηδρόμοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λαμπαδηδρόμος < λαμπαδηδρομ(ία) + -ος. Συγγενές το μεσαιωνικό λαμπαδηδρόμος ἀγών[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λαμπαδηδρόμος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]