λαοκράτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λαοκράτισσα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη λαοκράτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λαοκράτισσα
|
λαοκράτισσα θηλυκό
|