λαοκράτισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαοκράτισσα οι λαοκράτισσες
      γενική της λαοκράτισσας των λαοκρατισσών
    αιτιατική τη λαοκράτισσα τις λαοκράτισσες
     κλητική λαοκράτισσα λαοκράτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λαοκράτισσα < λαοκράτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λαοκράτισσα θηλυκό

→ δείτε τη λέξη λαοκράτης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]