λαοσωτήριος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λαοσωτήριος η λαοσωτήρια το λαοσωτήριο
      γενική του λαοσωτήριου της λαοσωτήριας του λαοσωτήριου
    αιτιατική τον λαοσωτήριο τη λαοσωτήρια το λαοσωτήριο
     κλητική λαοσωτήριε λαοσωτήρια λαοσωτήριο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λαοσωτήριοι οι λαοσωτήριες τα λαοσωτήρια
      γενική των λαοσωτήριων των λαοσωτήριων των λαοσωτήριων
    αιτιατική τους λαοσωτήριους τις λαοσωτήριες τα λαοσωτήρια
     κλητική λαοσωτήριοι λαοσωτήριες λαοσωτήρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λαοσωτήριος < λαός + σωτήριος

Επίθετο[επεξεργασία]

λαοσωτήριος, -α, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]