λαουτέρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λαουτέρης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λαουτέρης αρσενικό
- ο παίκτης του λαούτου, ο λαουτιέρης
- Κι αμέσως με το βιολιτζή και με το λαουτέρη, / Και μ᾿ έναν πιφιρτζή, / Για το βιλούχι κίναγαν ... (Μιλτιάδης Μαλακάσης, Ο Μπαταριάς)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λαουτέρης
|