λαοφίλητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
λαοφίλητος, -η, -ο
- που τον αγαπά ο λαός
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λαοφίλητος
|