λαπλασιανός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λαπλασιανός η λαπλασιανή το λαπλασιανό
      γενική του λαπλασιανού της λαπλασιανής του λαπλασιανού
    αιτιατική τον λαπλασιανό τη λαπλασιανή το λαπλασιανό
     κλητική λαπλασιανέ λαπλασιανή λαπλασιανό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λαπλασιανοί οι λαπλασιανές τα λαπλασιανά
      γενική των λαπλασιανών των λαπλασιανών των λαπλασιανών
    αιτιατική τους λαπλασιανούς τις λαπλασιανές τα λαπλασιανά
     κλητική λαπλασιανοί λαπλασιανές λαπλασιανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λαπλασιανός < αγγλική Laplacian < γαλλική Laplace

Επίθετο[επεξεργασία]

λαπλασιανός

  • που έχει σχέση με τον Laplace ή τη θεωρία του ή αναφέρεται σ’ αυτά
    λαπλασιανός τελεστής
    λαπλασιανή συνάρτηση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]