λαργκέτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λαργκέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική larghetto, υποκοριστικό του largo
Επίρρημα
[επεξεργασία]λαργκέτο
- (μουσική) (ένδειξη του τρόπου παιξίματος ενός μουσικού κομματιού) λίγο πιο γρήγορα από την ένδειξη λάργκο