λαρυγγισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λαρυγγισμός οι λαρυγγισμοί
      γενική του λαρυγγισμού των λαρυγγισμών
    αιτιατική τον λαρυγγισμό τους λαρυγγισμούς
     κλητική λαρυγγισμέ λαρυγγισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λαρυγγισμός < λάρυγξ + -ισμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λαρυγγισμός αρσενικό


Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]