λασπολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
λασπολόγος, -α, -ο
- σχετικός με την εκτόξευση συκοφαντιών εναντίον κάποιου
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λασπολόγος αρσενικό
- αυτός που εκτοξεύει συκοφαντίες εναντίον κάποιου
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λασπολόγος
|