λασπολόγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λασπολόγος οι λασπολόγοι
      γενική του λασπολόγου των λασπολόγων
    αιτιατική τον λασπολόγο τους λασπολόγους
     κλητική λασπολόγε λασπολόγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λασπολόγος < λάσπη (συκοφαντία) + -λόγος

Επίθετο[επεξεργασία]

λασπολόγος, -α, -ο

  1. σχετικός με την εκτόξευση συκοφαντιών εναντίον κάποιου

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λασπολόγος αρσενικό

  1. αυτός που εκτοξεύει συκοφαντίες εναντίον κάποιου

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]