λασπώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | λασπώδης | η | λασπώδης | το | λασπώδες |
γενική | του | λασπώδους | της | λασπώδους | του | λασπώδους |
αιτιατική | τον | λασπώδη | τη | λασπώδη | το | λασπώδες |
κλητική | λασπώδη(ς) | λασπώδης | λασπώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | λασπώδεις | οι | λασπώδεις | τα | λασπώδη |
γενική | των | λασπωδών | των | λασπωδών | των | λασπωδών |
αιτιατική | τους | λασπώδεις | τις | λασπώδεις | τα | λασπώδη |
κλητική | λασπώδεις | λασπώδεις | λασπώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]λασπώδης, -ης, -ες
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη λάσπη