λαστιχάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λαστιχάκι | τα | λαστιχάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | λαστιχάκι | τα | λαστιχάκια |
κλητική | λαστιχάκι | λαστιχάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λαστιχάκι ουδέτερο
- μικρό λάστιχο
- (ειδικότερα) το μικρό λάστιχο που χρησιμοποιείται για συγκράτηση
- (ειδικότερα) μικρό, στρογγυλό εξάρτημα του μηχανισμού βρύσης ή άλλης υδραυλικής σύνδεσης που αποτελείται από λάστιχο
- αν σφίγγεις πολύ τη βρύση χαλάει το λαστιχάκι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικρό λάστιχο για συγκράτηση