λατάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λατάκι | τα | λατάκια |
γενική | του | λατακιού | των | λατακιών |
αιτιατική | το | λατάκι | τα | λατάκια |
κλητική | λατάκι | λατάκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λατάκι < (αρχαία) ελάτη (η), μικρό ελατάκι - 'λατάκι (τα λατάκια ξυλότυπων είναι σχεδόν πάντα από ξύλο ελάτης)
- λατάκι < γαλλική latte (σανίδα) < παλαιά γαλλικά latte < φραγκικά *latta < πρωτογερμανική *lattō(n) / *laþþō(n) / *laþēn < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα (s)lat- (δοκάρι, κούτσουρο)
- λατάκι < ιταλική latta (τενεκεδάκι, κονσέρβα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λατάκι ουδέτερο
- (τεχνικός όρος) ξύλινο τετράγωνο κομμάτι που χρησιμοποιείται στο καλούπωμα (συνήθως για αντιστήριξη του ξυλότυπου συνήθως από ξύλο Ελάτης λόγω των ιδιοτήτων της
- (ιδιωματικό) τενεκεδάκι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λατάκι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)