λατίνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λατίνι | τα | λατίνια |
γενική | του | λατινιού | των | λατινιών |
αιτιατική | το | λατίνι | τα | λατίνια |
κλητική | λατίνι | λατίνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λατίνι ουδέτερο
- τριγωνικό πανί ιστιοφόρου που κρέμεται από αντένα, διαγωνίως προσδεμένη στο κατάρτι
- ※ Στη Μονεμπασιά είχε φουντάρει ένα πρωινό, μέσα σε μια κόκκινη βάρκα, με το λατίνι κουρελιασμένο. (Κωστής Μπαστιάς Καβο-Μαλιάς [διήγημα])
- (συνεκδοχικά) πλοίο με τέτοιου είδους πανί