λατερίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λατερίτης αρσενικό
- στρώμα του εδάφους ή του υπεδάφους με μεγάλη περιεκτικότητα σε οξείδια ή υδροξείδια του σιδήρου ή του αργιλίου, χρήσιμο στην παραγωγή τούβλων ή στις στρώσεις δρόμων, αλλά και πρώτη ύλη στην παραγωγή σιδηρονικελίου (όταν περιέχει οξείδιο του νικελίου)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Laterite στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)