λατερίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λατερίτης οι λατερίτες
      γενική του λατερίτη των λατεριτών
    αιτιατική τον λατερίτη τους λατερίτες
     κλητική λατερίτη λατερίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λατερίτης < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική laterite < λατινική later (τούβλο)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λατερίτης αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Laterite στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]