Μετάβαση στο περιεχόμενο

λαχανοντολμάς

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λαχανοντολμάς οι λαχανοντολμάδες
      γενική του λαχανοντολμά των λαχανοντολμάδων
    αιτιατική τον λαχανοντολμά τους λαχανοντολμάδες
     κλητική λαχανοντολμά λαχανοντολμάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λαχανοντολμάς < λάχαν(ο) + -ο- + ντολμάς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λαχανοντολμάς αρσενικό

  • ντολμάς που έχει φύλλο από λάχανο αντί για κληματόφυλλο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]