λαχανοπώλης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λαχανοπώλης οι λαχανοπώλες
      γενική του λαχανοπώλη των λαχανοπωλών
    αιτιατική τον λαχανοπώλη τους λαχανοπώλες
     κλητική λαχανοπώλη λαχανοπώλες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λαχανοπώλης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λαχανοπώλης. Μορφολογικά αναλύεται σε λαχανο- + -πώλης.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λαχανοπώλης αρσενικό (θηλυκό λαχανοπώλισσα, καθαρεύουσα λαχανοπῶλις)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • λαχανοπώληςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λαχανοπώλης οἱ λαχανοπῶλαι
      γενική τοῦ λαχανοπώλου τῶν λαχανοπωλῶν
      δοτική τῷ λαχανοπώλ τοῖς λαχανοπώλαις
    αιτιατική τὸν λαχανοπώλην τοὺς λαχανοπώλᾱς
     κλητική ! λαχανοπῶλ λαχανοπῶλαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λαχανοπώλ
γεν-δοτ τοῖν  λαχανοπώλαιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λαχανοπώλης < λαχανο- + -πώλης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λαχανοπώλης αρσενικό (θηλυκό λαχανοπωλήτρια ή λαχανόπωλις)

Συγγενικά

[επεξεργασία]