λαχειοπώλισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λαχειοπώλισσα < λαχειοπώλης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λαχειοπώλισσα θηλυκό
- (επάγγελμα) → δείτε τη λέξη λαχειοπώλης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λαχειοπώλισσα
|