λαχούρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λαχούρι | τα | λαχούρια |
γενική | του | λαχουριού | των | λαχουριών |
αιτιατική | το | λαχούρι | τα | λαχούρια |
κλητική | λαχούρι | λαχούρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λαχούρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική lahuri < δυτική παντζάμπι لہور (ləhoːr: Λαχόρη, πόλη στο Πακιστάν)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λαχούρι ουδέτερο
- συγκεκριμένο χαρακτηριστικό σχέδιο ή μοτίβο πάνω σε ύφασμα
- (συνεκδοχικά) το (λεπτό) ύφασμα με τέτοιο μοτίβο ή σχέδιο
- (κατ’ επέκταση) σάλι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)