λαχταριστός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λαχταριστός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
λαχταριστός, -ή, -ό
- που τον λαχταράμε, τον επιθυμούμε πολύ
- το φαγητό ήταν ζεστό ζεστό και λαχταριστό