λαχταριστός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λαχταριστός η λαχταριστή το λαχταριστό
      γενική του λαχταριστού της λαχταριστής του λαχταριστού
    αιτιατική τον λαχταριστό τη λαχταριστή το λαχταριστό
     κλητική λαχταριστέ λαχταριστή λαχταριστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λαχταριστοί οι λαχταριστές τα λαχταριστά
      γενική των λαχταριστών των λαχταριστών των λαχταριστών
    αιτιατική τους λαχταριστούς τις λαχταριστές τα λαχταριστά
     κλητική λαχταριστοί λαχταριστές λαχταριστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λαχταριστός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

λαχταριστός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]