λαϊκή αγορά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαϊκή αγορά οι λαϊκές αγορές
      γενική της λαϊκής αγοράς των λαϊκών αγορών
    αιτιατική τη λαϊκή αγορά τις λαϊκές αγορές
     κλητική λαϊκή αγορά λαϊκές αγορές
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Πάγκοι λαϊκής αγοράς
λαϊκή αγορά < → δείτε τις λέξεις λαϊκός και αγορά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /la.iˈci a.ɣoˈɾa/

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

λαϊκή αγορά θηλυκό

  • περιοδική και συνήθως υπαίθρια αγορά, όπου τα προϊόντα πωλούνται κυρίως από τους ίδιους τους παραγωγούς σε χαμηλές τιμές
    ※  Την πριμοδότηση των νέων και πτυχιούχων με περισσότερα μόρια για τη διεκδίκηση μιας θέσης πωλητή σε λαϊκές αγορές προβλέπει το νομοσχέδιο του υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων για το υπαίθριο εμπόριο, το οποίο κατατέθηκε χθες το πρωί στη Βουλή.
    Δήμητρα Μανιφάβα, Λαϊκές αγορές: Νέα κριτήρια χορήγησης θέσεων πωλητών, Η Καθημερινή, 16 Οκτωβρίου 2021

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]