λαῖφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ λαῖφος τὰ λαίφη - λαίφε
      γενική τοῦ λαίφους - λαίφεος τῶν λαιφῶν - λαιφέων
      δοτική τῷ λαίφει - λαίφεῐ̈ τοῖς λαίφεσ(ν)
    αιτιατική τὸ λαῖφος τὰ λαίφη - λαίφεα
     κλητική ! λαῖφος λαίφη - λαίφεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λαίφει - λαίφεε
γεν-δοτ τοῖν  λαιφοῖν - λαιφέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «σκεῦος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λαῖφος < άγνωστης ετυμολογίας και σκοτεινής ετυμολογίας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λαῖφος, λαίφεος ουδέτερο (ποιητικό)

  1. ευτελές, κουρελιασμένο ένδυμα
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 13 (ν. Ὀδυσσέως ἀπόπλους παρὰ Φαιάκων καὶ ἄφιξις εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 399 (399-400)
    ξανθὰς δ᾽ ἐκ κεφαλῆς ὀλέσω τρίχας, ἀμφὶ δὲ λαῖφος | ἕσσω ὅ κεν στυγέῃσιν ἰδὼν ἄνθρωπος ἔχοντα,
    θα εξαφανίσω τα ξανθά μαλλιά της κεφαλής σου· θα ρίξω πάνω σου κουρέλια, | να σε σιχαθεί όποιος σε δει ρακένδυτο·
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  2. (ναυτικός όρος) πανί, ιστίο στις λέμβους
    ※  7ος/6ος↑ αιώνας Αλκαίος, Απόσπασμα 326, στ. 7 (5-8)
    χείμωνι μόχθεντες μεγάλωι μάλα·
    πὲρ μὲν γὰρ ἄντλος ἰστοπέδαν ἔχει,
    λαῖφος δὲ πὰν ζάδηλον ἤδη,
    καὶ λάκιδες μέγαλαι κὰτ αὖτο·
    πολύ μοχτάμε με τη βαρυχειμωνιά.
    Και το κατάστρωμα έχει πλημμυρίσει·
    απάνου ώς κάτου το πανί ξεσχίστηκε
    και σε μεγάλα κρέμεται κουρέλια·
    Μετάφραση: Παναγής Λεκατσάς, @greek-language.gr
    ※  5ος↑ αιώνας Εὐριπίδης, Μήδεια, στίχ. 524 (522-525)
    δεῖ μ᾽, ὡς ἔοικε, μὴ κακὸν φῦναι λέγειν, | ἀλλ᾽ ὥστε ναὸς κεδνὸν οἰακοστρόφον | ἄκροισι λαίφους κρασπέδοις ὑπεκδραμεῖν | τὴν σὴν στόμαργον, ὦ γύναι, γλωσσαλγίαν.
    Πρέπει, όπως βλέπω, να φανώ αγορητής όχι αδέξιος | και όπως ο καλός ο τιμονιέρης του καραβιού, | ξεδιπλώνοντας μόνο άκρη άκρη τα πανιά, να ξεφύγω, | γυναίκα, από τη λαίλαπα της αφόρητής σου φλυαρίας.
    Μετάφραση (2012): Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
  3. τομάρι, δέρμα (για σκέπασμα, πάπλωμα στο κρεβάτι)
    λαῖφος λυγγός

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]