λεβέντικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λεβέντικος < λεβέντης
Επίθετο[επεξεργασία]
λεβέντικος
- που χαρακτηρίζει το λεβέντη, που δείχνει λεβεντιά
- ※ Βέβαια, και στη μάχη κι εδώ ο θάνατος είναι λεβέντικος σαν πεθαίνεις για το δικό σου ιδανικό. (Τάκης Αδάμος Ο όρκος του Μακρή [διήγημα])
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λεβέντικος
|