λεγάμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λεγάμενος < από τον παθητικό παρακείμενο του ρήματος λέγω.
Μετοχή[επεξεργασία]
λεγάμενος, -η, -ο
- ελαφρώς υποτιμητική αναφορά σε κάποιο πρόσωπο του οποίου το όνομα δεν αναφέρουμε
- αυτός με τον οποίο έχει ερωτική σχέση κάποια
- Και δε μας είπες, ρε παιδί μου, τι γίνεται με τον λεγάμενο;
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λεγάμενος