λεγενόμπρικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λεγενόμπρικο < λεγέν(ι) + -ό- + μπρίκ(ι) + -ο < οθωμανική τουρκική προέλευση και για τις δύο λέξεις
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /le.ʝeˈno.bɾi.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λε‐γε‐νό‐μπρι‐κο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λεγενόμπρικο ουδέτερο
- κανάτα μαζί με λεκάνη για νίψιμο με νερό
- ≈ συνώνυμα: μπρικολέγενο, λεκανοΐμπρικο
- άλλες μορφές: λεγενόμπρικον (παρωχημένο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λεγενόμπρικο
|
Πηγές
[επεξεργασία]- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- Κουκουλές, Φαίδων. Βυζαντινών βίος και πολιτισμός - Τόμος 5: Γεύματα, δείπνα και συμπόσια των Βυζαντινών. σελ.143-144
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ό- (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)