λεγιονέλλωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεγιονέλλωση οι λεγιονελλώσεις
      γενική της λεγιονέλλωσης* των λεγιονελλώσεων
    αιτιατική τη λεγιονέλλωση τις λεγιονελλώσεις
     κλητική λεγιονέλλωση λεγιονελλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, λεγιονελλώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λεγιονέλλωση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική legionellosis < Legionella +‎ -osis < American Legion +‎ -ella < λατινική legio < lego

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λεγιονέλλωση θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]